'>

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

''Βροχή πάνω στην πέτρα'' της Νατάσας Γκουτζικίδου



«Η πατρίδα μου είναι μια κουκίδα στο χάρτη, αλλά είναι όμορφη, γεμάτη θάλασσα, νησιά και γαλανό ουρανό..»

         Με απεικονίσεις σαν αυτήν, που εξυμνούν τις ομορφιές της πατρίδας, ξεκινά η "Βροχή πάνω στην πέτρα". Επίκεντρο της η Κρήτη και ο χρόνος κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ΄20. Από τις πρώτες σελίδες ξεδιπλώνονται τα χρώματα και τα αρώματα της Ελλάδας και μαζί τους ξεπροβάλλουν οι πρωταγωνιστές. Ο Μίνωας και η μητέρα του, φιγούρες μιας παραδοσιακής κρητικής οικογένειας, που φαινομενικά αποτελεί τον ανθρώπινο ιστό σε αυτό το ειδυλλιακό περιβάλλον. Φαινομενικά, γιατί από σελίδα σε σελίδα διαγράφεται ζωηρά η σκληρότητα του πατέρα, η διάκριση ανάμεσα στα παιδιά του, η απορία για τους λόγους που μπορεί να κρύβονται πίσω από μια τέτοια συμπεριφορά. Αυτό το συμπαθητικό αγόρι, ο Μίνωας, μοιάζει να στερείται την πατρική αγάπη και εύνοια κι ακόμη περισσότερο, να βρίσκεται στη μέση μιας σύγκρουσης, μιας οικογενειακής έριδας που μπορεί να επιζητά ακόμη και την απομάκρυνση του. Πόσο κακό ή πόσο αθώο μπορεί να είναι ένα τέτοιο παιδί; Ένας νεαρός που η φιλία του με τη Μάγια ρίχνει φως στα ιδανικά του, στον ευγενή του χαρακτήρα, στις ειλικρινείς του προθέσεις; Κι όμως, σα να πρόκειται για το καλό όλων, αυτό το μέλος της οικογένειας πρέπει να απομακρυνθεί.

       «Ο Μίνωας θα φύγει το συντομότερο δυνατό… όσο πιο μακριά τόσο πιο καλά…»

Ο πατέρας του κι εκείνος ο μυστήριος άντρας μοιάζουν να έχουν δίκιο. Ίσως και όχι. Aπό τη μία υπάρχει κάτι το σκοτεινό, κάτι κακό στη σκιά αυτού του παιδιού, τόσο που να δικαιολογεί αυτή τη συμπεριφορά. Μα από την άλλη, υπάρχει ο Μίνωας της αρετής, της αγνότητας, της φιλίας με τη Μάγια που ακροβατεί πάνω στα όρια ενός έρωτα.

        Προχώρησα στις σελίδες της «Βροχής» με τη Νατάσα Γκουτζικίδου να με διχάζει για το Μίνωα, μέχρι που διαπίστωσα πως αυτό δεν αποτελούσε τυχαίο γεγονός, παρά σκοπιμότητα: να χαίρομαι τη ξελογιάστρα θάλασσα που καταβρέχει την Κρήτη, μα να χαίρομαι διχασμένος, και να ταξιδεύω με το βαρκάκι της αφήγησης της, με ένα ερωτηματικό για προορισμό. Κι έτσι την αποδέχτηκα λοιπόν, με τη γλυκύτητα των περιγραφών της να ανταμώνεται και να αντιπαλεύει διαρκώς μια απρόβλεπτη, σκληρή πραγματικότητα. Δε βρίσκω πιο χαρακτηριστική αποτύπωση αυτής της αμοιβαίας συνύπαρξης από το παρακάτω σημείο:

«Το χάραμα άρχισε να γέρνει πάνω από το νησί και ένας χρυσοκόκκινος ήλιος πρόβαλλε καυτός μέσα από τη θάλασσα. Η πρωινή αχλύ ταξίδευε πάνω από τη στεριά, ενώ ο μονότονος ήχος από το κάρφωμα του ξύλου της αγχόνης περιπλανιόταν σα στοιχειωμένο πνεύμα ανάμεσα στα σπίτια του χωριού»

          Έχει καταφτάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και μαζί με αυτόν και οι Γερμανοί στην Κρήτη. Το πλεούμενο της Νατάσας Γκουτζικίδου κλυδωνίζεται από τις μάχες, με εκείνη τη μοναδική ικανότητα που το καταφέρνει η γυναικεία της πένα και με πινελιές νατουραλισμού ιδίως στη σκιαγράφηση των ντόπιων χαρακτήρων και συμπεριφορών. Οι άνθρωποι της Κρήτης δεν πτοούνται από τους κατακτητές, παραμένουν άκαμπτοι κι έτσι άκαμπτα μένουν και τα προϋπάρχοντα πάθη, οι έχθρες, οι φιλονικίες. Λες κι ο πόλεμος ο ίδιος είναι λίγος για να καταβάλλει τις ισχυρές εντάσεις, τις συναισθηματικές φορτίσεις, κάθε ντόπια «τιμή» που πρέπει να ξεπλυθεί ακόμη και με αίμα. Πρόσωπα περήφανα ακόμη και στον πόλεμο, που τα ξένα βόλια μοιάζουν για εκείνα, μόλις βροχή πάνω σε πέτρα.
Ο συγκερασμός της υποβόσκουσας αγάπης, του έρωτα και της νηνεμίας, με την τραχύτητα και τους αδιάβλητους, επίμονους χαρακτήρες, αποτελεί το δυνατό σημείο αυτού του βιβλίου. Στην άλλοτε κατάφωτη κι άλλοτε μυστηριώδη ή ζοφερή περιπλάνηση, συναισθάνθηκα παρουσίες σαν εκείνη του Χήθκλιφ μπρος στα απότομα βράχια των Ανεμοδαρμένων Υψών. Και στη μέση του πολέμου και της βεντέτας, μια φιλία σαν έρωτα, ένα μοναχικό νυχτολούλουδο, να παλεύει να αντέξει ανάμεσα στα αγκάθια, προσμένοντας να αντικρίσει την Ανατολή. Σαν τις ψυχές όσων ζητούν να αγγίξουν το φεγγάρι.

           Λάτρεψα την περιγραφή της Μάγιας εκείνη τη νύχτα στη θάλασσα.

«Παραπάτησε και γλίστρησε στο νερό, ενώ ένα κύμα την καπέλωσε. Τα μάτια της έτσουξαν από το αλάτι και τα έκλεισε ενστικτωδώς. Έπειτα ήρθε ένα ακόμη κύμα, πιο δυνατό από το προηγούμενο. Η θάλασσα είχε αγριέψει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άλλαζαν τα ρεύματα μέσα σε λίγα λεπτά. Είδε τα βράχια να ορθώνονται μπροστά της και κατάλαβε πως δε μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τη βραδινή θάλασσα…» 


         Προς  το τέλος της ιστορίας, διαπίστωσα πόσο χαρισματικά καταφέρνει η Νατάσα Γκουτζικίδου, να χωρέσει πλάι πλάι την αγωνία, τη θλίψη μα και τη λύτρωση μαζί. Σαφώς με ένα από τα συγκλονιστικά αποσπάσματα της, πριν την αναπάντεχη αποκάλυψη:
«Ότι αγάπησα μου το πήρε ο πόλεμος. Ότι λάτρεψα μου το πήρε το μίσος. Ζω περιμένοντας το χρόνο να περάσει.(…) Θα θυμάμαι πάντα εκείνα τα δειλινά που έτρεχα να σε ανταμώσω, κοριτσόπουλο ερωτευμένο και να ξαποστάσω στην αγκαλιά σου..»

          Χωρίς να παρασυρθώ σε οποιαδήποτε λεπτομέρεια που ίσως αποκάλυπτε την απρόσμενη πλοκή της ιστορίας, θα σταθώ στο θάρρος της Νατάσας να τοποθετεί ιδανικά όπως της φιλίας, της αγάπης και του έρωτα, μέσα σε τοπία που περιέχουν βαθύ ρεαλισμό, μπολιάζοντας τα με επιδεξιότητα, με χάρη και τη δυναμική μιας δημιουργικής φαντασίας. Είναι ιδιαίτερη ευτυχία κάθε φορά που διαβάζω Νατάσα Γκουτζικίδου να ανακαλύπτω κάτι καινούριο, μαζί και την ολοφάνερη, διαρκή ωρίμανση της γραφής της. Ιδιαίτερα σε ένα βιβλίο σαν αυτό, οπού έπλεξε αρμονικά τον ερχομό της λυτρωτικής βροχής με τη σκληράδα μιας μυτερής πέτρας…